Κρητική Λέξη | Μετάφραση | παράδειγμα | |
---|---|---|---|
αλάργο | μακρυά | Ξεκίνησα να πάω με το υποδήλατο στη Γεράπετρο μα ήτανε πολλά αλάργο και εγιάγηρα τα ίσα πίσω γιατί εξεγίνηκα | αμπώθω | σπρώχνω (συνώνυμα=πηλώθω) | δεν είχε μπλιο τα ανάκαρα να βγει το ανεβόλεμα και κατέβηκε από το ποδήλατο και το μπωθε | ανάκαρα | Η σωματική δύναμη | Εξεγίνηκα στη προπόνηση και δεν έχω τ ανάκαρα εδά ούτε να πορπατήξω. Εξού και το ανακαρόμετρο το ειδικό όργανο που είναι ενσωματωμένο στα πετάλια, το δισκοβραχίονα ή το πίσω κέντρο του ποδηλάτου και μετράει τα ανάκαρα μας σε watt | αναντρανίζω | παίρνω δυνάμεις, δυναμώνω | αναντρανιστίρι | τα συμπληρώματα διατροφής που δίνουν ενέργεια και βελτιώνουν τις αποδώσεις | Ο Μανούσος δεν είναι καλά γερός ποδηλάτης και παίρνει ένα αναντρανιστήρι απού χει τζίλιο μέσα όντε κουραστεί και να αναντρανίσει. | ανεβόλεμα | ανηφόρα (ορθό ανεβόλεμα = μεγάλη ανηφόρα) | Προχού να φτάξω στο χωριό έχει μια χαλέπα ορθό ανεβόλεμα απού κατεβαίνω και αμπώθω το υποδήλατο | ανεκουλουρίδα | μεγάλος κύκλος, πιο μακρινή διαδρομή αντιθ→ κονταρίδα | Δεν εκατέχανε το δρόμο και χαθήκανε στα λιόφυτα και εκάνανε ανεκουλουρίδες | αντιστοιβάσσω | σείομαι τραντάζομαι | Ελάλουνα το υποδήλατο με χιλιμιλιώδη ταχύτητα και την εβρόντηξα σε ένα πρίνο και αντιστοίβαξα | αξομονή | διαμονή, διανυκτέρευση | Θα πάω θέλει διακοπές με το ποδήλατο στη Κρήτη και θα κάμω 7 αξομονές στο Χάνι απού εβρήκα στο Booking | απομάκρεμα | προσθήκη για να μακρύνει το ρούχο | Αγόρασα απομακρέματα για να το φορώ με το καλοκαιρινό κολάν και να μην κρυώνουνε τα ατζά μου. | απόπαε | από εδώ | Αποπαε που πάμε μρε κοπέλια δε πάει ποθές | ατζάρες | μπούτια | Ο αξάδερφος μου ο Γιώργης κάνει σαφή sprint και ήκαμε κάτι ατζάρες σα του βουγιού | αφορδακός | βάτραχος | Επάτησα οψές απου δεν ήφεγγα ένα αφορδακό με το υποδήλατο και τονε εξητσιλάκωσα |
βαβαλίζω | περιποιούμαι, φροντίζω | Ήπηρε ο αδερφός μου ένα καινούριο υποδήλατο και αντι να το καβαλικεύει όλη μέρα το βαβαλίζει. | βάγγα | χαντάκι | Δεν ξαναπερνώ με το κουρσάκι μέσα από το χωριό γιατί έχει μια βάγγα πια μεγάλη από τη ρόδα μου | βαροκαμπανίζω | είμαι βαρύς | Θα το πουλήσω τα αλουμινένιο ποδήλατο και θα πάρω ένα carbon γιατί βαροκαμπανίζει | βολοσερμαθιά | το ίχνος που αφήνει ένα συρόμενο αντικείμενο. | Αοπαε επεράσανε και άλλοι ποδηλατάριδες γιατί θώρω τσι βολοσερμιαθές τω λαστίχω ντονε | βούργια | μικρό σακίδιο | Έγώ μια μεγάλη βούρια και βάνω όλα τα αμπράτη μέσα οντε πάω ποδήλατο μα όντε έρθει το καλοκαίρι έχω το βουριάλι για δεν χρειάζομε ούτε το γαμπά μα ούτε και φώτα να κουβαλώ | βουρίδι | μούσκεμα. | Το γαμπαδάκι απουβαλε δεν ήτονε Gore-tex και εγίνηκα βουρίδι από τον ύδρο ντου. | βρούχος | θόρυβος | Γροικώ και βγάνει ένα βρούχο η ρόδα μου και δεν καταίχω ιντά ναι. |
γαβρώνω | πιάνομαι | Εγάβρωσανε τα δαχτύλια να πατώ τα φρένα στο χυματερό | γαμπαδάκι | ελαφρύ παλτό | Στη βούρια μου έχω πάντα ένα γαμπά Gore-tex γή ένα γαμπαδάκι windstopper για να μη γίνομε βουρίδι γή να μην εργώ τσοι χειμωνικές ποδηλασίες | γαμπάς | χοντρό και ζεστό παλτό που φοράνε οι κρητικοί τον χειμώνα | Στη βούρια μου έχω πάντα ένα goretex γαμπά γη ένα windstopper γαμπαδάκι για να μη γενώ βουρίδι γή να μη εργώ στσοι χειμωνικές ποδηλασίες | γερά γερά | γρήγορα γρήγορα | Με πήρανε στα αγλάκι δυο κουλούκια κ ήσπασα πέρα γερά γερά να μη με δαγκάσουνε. | γιαγέρνω | επιστρέφω | Επήγαμε οπροχθές στο Ψηλορείτη να κάνουμε downhill και εγιαγίραμε ούλοι κατασβολωμένοι | γρομπόλα | καρούμπαλο | Την ήδοκα σε ένα με την κεφαλή σ ένα κλάδο και ήκαμα μια γρομπόλα να. | γύβεντο | ρεζίλι | Ήβαψε το υποδήλατο αμοναχός του και το κάμε ένα γύβεντο |
δάμακας ή δέτης | γκρεμός | Αγόρασε ο Κωστής ένα ποδήλατο downhill και κατεβαίνει τσοι δαμάκους | |
εβάρηκα ή βαρίσκω | χτύπησα | Δεν εφόρουμε οπροχθές το κράνος και την εβρόντηξα σε ένα μπεντένι και εβάρηκα στη κεφαλή μου. | εγιουρουντήξανε | όρμησαν | 200 χιλιόμετρα επηγαίνανε όλοι μαζί και εκουβεντιάζανε κιόλας μα 500 μέτρα πριν τον τερματισμό εγιουρουντήξανε όσα τζοι κουζουλούς κιαμιά 30 νοματέοι. Εσυνορίζουντανε ποιος ήθελα να φτάξει πρώτος μα ήριξε ένας φλάσκο και εγινήκανε τρόχαλος | ελόστρεψα | στραμπούλιξα | Ελόστρεψα το μπόδα μου και δεν μπορώ να σαλέψω μπλιο | εμησερώθηκα | τραυματίστηκα βαριά, χτύπησα | Δεν την είχα θωρώντας τη βάγγα κ ήπεσα μέσα κ΄ εμησερώθηκα. | έμπος | σκοτείνιασμα του ουρανού προμήνυμα κακοκαιρίας | Ίντα ΄ναι έτονε το έμπος απού ρχεται, με ετσά κακοκαιρία εγώ δε πάω ποθές. | εξεχαβδούκιασε | εξεκάλεψε, προοδεύει | Εξεχαβδούκιασε και το μικιό και θέλει δα να μου κλουθά στη ποδηλασία για να πηγαίνουμε πια αλάργο | επάντηξα | συνάντησα | Επάντηξα δυο αθρώπους απ όξω από το χωριό και εμαζώνανε δέσπολα και μου δώκανε μια χαχαλιά και μένα | επόδωκα | κατάντησα | Ετσά που το πόδωκες εδά το υποδήλατο να το φτιάξεις αμοναχός σου | εργώ | κρυώνω, είμαι άρρωστος | Αυτός εργά σήμερο και δεν θα νέρθει στη μποδηλασία. | έχνος | ζώο | Είπε τος ο βοσκός να μην αγλακούμε γιατί είναι τα έχνη μολαρητά και θα την εβροντήξομενε κιανενούς και θα μησερωθούνε |
ζεβλώνω | λυγίζω | Την εβρόήπεξα με φόρα σε ένα τρόχαλο και εζέβλωσε το πιρούνι | |
κατσιφάρα | ομίχλη | Είχενε οψές αργά μια κατσιφάρα στο βουνο απου δεν εφέγγαμε στα 2 μέτρα. | κολύμπα | λακκούβα με νερό | Επέρασα από τη μέση μέση τση κολύμπας και αυτή το ναι βαθειά και εγενήκανε οι ατζίποδες μου ολιόγροι | κονταρίδα | πιο σύντομος δρόμος | Θα σου πω θέλει μια κονταρίδα απού κατέω για να νικήσεις στον αγώνα | κορυζάζω | διψάω πολύ | Οντε κάνετε ποδήλατο και έχει κάψα να πίνετε πολύ νερό να μη κοριζάσετε. | κουλαντρίζω | τα βγάζω πέρα | Αυτός είναι γερός ποδηλατάρης, εγώ δεν το νε κουλαντρίζω. | κουτουλώ | χτυπάω με τα κέρατα ή με το κεφάλι | Εκατέβαινα το χυματερό οσά ντο κουζουλό και εκουτούλησα μια αίγα και την εξεκουρμούλωσα | κρυγιότη | κρύος καιρός, κρύο | Με έτσα κρυγιότη απου κάνει σήμερο μου φαίνεται πως δε θα πάω ποθές | κιλότες | το κρητικό παραδοσιακό παντελόνι | Για να μη σε πονεί ο κώλος σου να πας να πουσουνίσεις κιλότες με μαξιλαράκι |
λαήνι | μικρή στάμνα, και υδροδοχείο | Εκαϊνάντησα οπροχθές από την κάψα τη πολλή. Δυο λαΐνια νερό απού χα τα φκαίρεσα στη κεφαλή μου μπας και ξεπλαντάξω. | λαλώ | οδηγώ όχημα | Κατέεις να λαλείς το ποδήλατο γή να σου βάλω ροδάκια | λαφάσσω | λαχανιάζω | λιξολοΐδια | λιχουδιές, σοκολάτες, γλυκά κ.α. | Δεν είμαι καλός στ ανεβολέματα γιατί βαροκαμπανίζω. Θέλω γω να μαι φτενός μα παίρνει η μάνα μου ένα σωρό λιξολοΐδια και τα χώνει, μα οντο θα τα λιξευτω τα γυρεύω και τα τρώω. | λογαδερός | πολύχρωμος | Ήφερε ο Σήφης από τη Χώρα ένα καινούριο υποδήλατο λογαδερό απού ναι όμορφο οσά τη βιόλα |
μαγαρίζω | λερώνω | Ήπεσα μέσα στα πήλα και εγενίκανε τα ρούχα μου ολομαγάριστα | μαλάθρακας | καλόγερος, σπυρί | Τρεις μέρες ήκανα υποδήλατο και ήβγαλα μαλαθράκους στο κώλο μου για δεν εφόρουνα τη μποδηλατική μου βράκα | μολέρνω | ελευθερώνω, αμολάω | Επήγα στη Σπαρτακιάδα και εντακάραμε από τη ταχινί, μα επηγαμε όλοι μαζί συγκούλμουλοι ήσαμε τον ισθμό. Απίτης επεράσαμε την Κόρινθο μας εμολάρανε και ο καθε ενας κι απάνω ντου | μοντέρνω | επιτιθεμε | Επήγανε να περάσουνε από τη στάνη μέσα και τοσε μόνταρε ένας κρυγιός και τσοι εκουτούλουνε και δεν εκατέχανε που να χωστούνε | μπολίδι | μαντήλι, μπαντάνα | Ήβαλε λέει ένα μπολίδι στην κεφαλή του για να μη τονε κάψει ο ήλιος | μπερντούκι | μεγάλο πρήξιμο | Εκπάνησα τη χέρα μου απάνω σε ένα χαράκι και εγίνηκε ο δάχτυλας μου μπερντούκι |
νεροπρασά | πλημμύρα του εδάφους, οι αυλακώσεις στο χώμα από τις ροές του νερού της βροχής | Ήβρεχενε οψές όλο το βράδυ κι ίκανε κοκοσάλι, εχάλασε το νερό τσοι δρόμους, εγεμίσανε νεροπρασές και πιλά | ντρέτα | ίσια | Ερώτηξα μια θειά στο χωριό πως θα φτάξω στον αμαξωτό κι είπε μου να πάω ντρέτα μέχρι την άκρα του χωριού και απίτης περάσω την εκκλησία να πάω ζερβά και σε διακόσα μέτρα θα το νε παντίξω | ντρετώνω | ισιώνω | Όντε σου παντιδώσει να περάσω να δου δώσω την ρόδα να μου τη ντρετώσεις για εσπάσανε δυο αχτίνες και είναι ολόστραβη | ντρουβάς | μεγάλες και δυνατές τσάντες για βαριά αντικείμενα και εργαλεία | Ήβαλα ένα ντρουβά από την κάθε μπάντα του ποδηλάτου και ήκαμα το trekking |
ξεγιβεντίζομαι | ξεφτιλίζομαι | Δεν με νοιάζει απου εφκαίρεσα στην μέση μέση τση πλατέας μα απου με δανε οι κοπελιές και εξεγιβεντίστικα | ξεκουρμουλώνω | καταστρέφω | Αγλάκουνε όσα ντο κουζουλό και την ήδωκε σε ένα μουρέλο και το ξεκουρμούλωσε | ξετσιλακώνω | συνθλίβω, λιώνω κάτι πιέζοντας | Ήκαμε μια ομπρα και εγέμισενε ο δρόμος χοχλιούς και τσι ξετσιλακώσαμε με το ποδήλατο για δεν εμπορούσαμε να τσα αποφύγουμε | ξόμπλια | περίτεχνα σχέδια σε υφαντά | Ετόσανα ξόμπλια απού χει ετονά το ποδήλατο δεν τα χω ξαναθωρώντας. |
οθε μπού | προς τα πού; | πιθανές απαντήσεις
τα ίσα πέρα = προς τα πέρα τα ίσα πίσω = προς τα πίσω τα ίσα πόδε = προς τα δω ποθές = πουθενά | |
πάσπαρος | σκόνη | Δυο μήνες κρατά η ανοβριά και γίνουμε σαφή ολοπασπάρωτος | πατούλια | η παρέα. Από αυτή την λέξη οι Γάλλοι δημιούργησαν τον Ποδηλατικό όρο Peloton | Η πατούλια με τσοι ποδηλατάρηδες συγκούρμουλη ήσφιξε 1000 μέτρα προχού το τερματισμό και εσυνορίζουντουνε ο γης τ΄αλλού ποιος θα φτάξει πρώτος | πηλά | λάσπες | Ήπεσα μέσα στα πήλα και εγενίκανε τα ρούχα μου ολομαγάριστα | πιλώθω | σπρώχνω | Δεν είχε μπλιο τα ανάκαρα να βγει το ανεβόλεμα και κατέβηκε από το ποδήλατο και το πίλωθε | πιρμπαΐρι | σημείο που το δέρνουν οι άνεμοι | Ετα απου κάθεσαι στο πιρμπαΐρι θα πονθιάσεις μονό βάλε το γαμπαδάκι σου γη έμπα μέσα. | πλάκα | ακτινογραφία | Επήγα στο νοσοκομείο κι ήβγαλα μια πλάκα γιατί απίτης (αφού) εσβολόθηκα με πονεί ο κόκαλος μου και δεν ημπορώ ούτε να σαλέψω | ποδηλατάρης | ποδηλάτης ή μποδηλάτης |
σαφή | συνέχεια | Σαφή πίσσα. Η απάντηση που πήραμε κάποτε στο χωριό Ελεύθερνα όταν ρωτήσαμε ένα ντόπιο πως θα πάμε στον Αλφά και εννοούσε "συνεχώς από την άσφαλτο θα πηγαίνετε" | συγκούδουνοι | όλοι μαζί | Συγκούδουνοι ετερματίξανε οι μποδηλάτες κια δεν εθωρούσαμε το foto-finish δεν ήθελε να κατέχομαι πιο ήτονε πρώτος | συνορίζομαι | συναγωνίζομαι | Εθώροουνα ένα αγώνα και ήτονε τρεις απου εσυνορίζουντανε ο γης ντα αλλού ποιος ήθελα βγει πρώτος τα ανεβόλεμα. Γυρού γυρού ενα σωρό νοματέοι τοσε εφωνιάζανε και αγλακόυσανε και δίπλα ντος και τσοι παρακαλούσανε να το σε δώσουνε τα ποδήλατα να κάμουνε και αυτοί μια ολιά. | σφίγγω | τρέχω | Ο κριτής ήπεξε μια μπαλωθιά με ένα καραμπινάκι κ΄ εσφίξανε ούλοι οσά τζοι κουζουλούς τάξε πως τσοι εκυνηγούνε κιανας άρκαλος. |
τέλι | σύρμα | Επήγα το υποδήλατο του μηχανικού να μου αλλάξει τα τέλια από τα φρένα | τσαφουνιά | γρατζουνιά | Ήπεσα με το υποδήλατο σε ένα βάτο και εγίνηκα ολοτσαφούνηστος | τρόχαλος | ξερολιθιά | Ολημερίς ατζωπηδούσανε από πάνω από τσοι τροχάλους και τσοι χαλούσανε. Ήδενε τσοι ο αμπελικός και τσοι καμε τόπι στο ξύλο. | τσιλάζω | έχω δυαρια | Ετράταρε με η γιαγιά μου κάτι πολυκαιρισμένα λιξολοΐδια και τσιλώ από το πρωί μονο σαλεύγετε αμοναχοί σας ποδηλασία. | τσούρλος | μεγάλη πέτρα | Εκατέβαινα στο Κουδουμά πατητός και ήφυγε ένας τσούρλος και μου την ήπεξε στο ξερό και με γάβρωσε |
φιοφιορίζω | στολίζω , πλουμίζω | Ενα σορώ λογαδερά καλώδια χερούλια και αυτοκόλλητα έχει αγορασμένα και φιοφιορίζει το υποδήλατο | φκεραίνω | πέφτω, αδειάζω | Λέει πως δεν ήφταιγε αυτός που εμησερώθηκε, μονο ετσίνηξε το ποδήλατο και τον εφκέραισε | φλάσκωσα | έπεσα | Ήφαγα οπροχθές ένα φλάσκο σε μια βάγγα απου ο μισός ήτονε πολύς | φουντούλης | αυτός που αγοράζει ακριβά, μοντέρνα και λουσάτα ρούχα. Όλα του τα ρούχα είναι ταιριαστά μεταξύ τους και σε κάθε ποδηλασία εμφανίζετε με νέο σετάκι | Αυτός είναι μρε Φουντούλης. Ποδήλατο δε κατέχει να κάμει, μα όλη μέρα είναι στα ιντερνέ και ψωνίζει καινούρια ρούχα. |
χαλασάς | κατολίσθηση | Εγλίστρηξε το ποδήλατο στο χαλασά και ετσούρλουνε ίσαμε που ήφταξε στο ρυγιάκι | χαλίσικος | γνήσιος , ανόθευτος | Αγόρασα ένα πλαίσιο Pinarello από τη Κίνα κι αυτό δεν ήτονε χαλίσικο μα μαϊμούνι | χαράκι | μεγάλη πέτρα, ριζωμένος βράχος | Ήκανε downhill και ήπεξε ένα πήδο από ένα χαράκι κι ΄πεσε χάμε και εγίνηκε το ποδήλατα ψίχαλα. | χιαλβαργια | κρητικές μπότες | Ήβαλα τα χιαλβάρια και τσοι αδιάβροχες βράκες ύπηρα το γαμπά και το Fatbike μου και πάω να παίξω στα χιόνια | χυματερό | κατηφορικό (αντίθετο = ανεβόλεμα) downhill | Ήτανε η στράτα πολλά χυματερή και φλάσκωσα, και ήπερνα κουλουμούντρες μέχρι απού την ίδωκα σε ένα χαράκι και εντιντίνισε η κεφαλή μου |